ΔΙΑΓΝΩΣΗ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΗΣ ΑΛΛΕΡΓΙΑΣ

Η ακριβής διάγνωση του υπεύθυνου φαρμάκου που συμμετείχε σε μια αλλεργική αντίδραση είναι μια διαδικασία εξαιρετικά σημαντική και πρέπει να γίνεται έγκαιρα και έγκυρα.

Έγκαιρα, διότι αν παρέλθει μεγάλο χρονικό διάστημα από την αντίδραση, υπάρχει η πιθανότητα τα αντισώματα ή τα κύτταρα που ευθύνονται για την αλλεργία, να ελαττωθούν σε σημαντικό βαθμό, σε σημείο τέτοιο που να μην ανιχνεύονται, με αποτέλεσμα να δίδεται η λανθασμένη εντύπωση ότι δεν υπάρχει αλλεργία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι αντιδράσεις επιβραδυνόμενου τύπου σε φάρμακα, για τις οποίες ο καλύτερος χρόνος για να διενεργηθεί η δερματική διαγνωστική εξέταση (atopy patch test) είναι οι πρώτοι έξι μήνες από την αντίδραση.

Και έγκυρα, διότι στη φαρμακευτική αλλεργία (όπως και σε κάθε μορφή αλλεργίας) δεν υπάρχει περιθώριο για αμφιβολίες και ασαφείς διαγνώσεις. Αφενός, αποκλείοντας την ύπαρξη αλλεργίας σε αντιβιοτικά (συνήθως σε μια ομάδα που ονομάζεται β- λακταμικά) γίνεται οικονομία στη χρήση άλλων, εξαιρετικά πολύτιμων αντιβιοτικών δεύτερης γραμμής όπως είναι οι κινολόνες, η βανκομυκίνη και οι μακρολίδες. Από την άλλη πλευρά, επιβεβαιώνοντας την αλλεργία εξαλείφεται ο κίνδυνος μιας μελλοντικής αναφυλακτικής αντίδρασης από λήψη του υπεύθυνου φαρμάκου και καθορίζονται οι ασφαλείς εναλλακτικές επιλογές. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι σε πολλές περιπτώσεις, λόγω της λεγόμενης διασταυρούμενης αντιδραστικότητας (δηλαδή της κοινής χημικής κατασκευής πολλών φαρμάκων), δεν αρκεί ο αποκλεισμός μόνο του ενοχοποιούμενου για την αντίδραση φαρμάκου, αλλά όλων των φαρμάκων της οικογένειας στην οποία αυτό ανήκει.

Η διάγνωση της φαρμακευτικής αλλεργίας γίνεται από τον ειδικό αλλεργιολόγο με 4 τρόπους:

α. από το ιστορικό του ασθενούς- με τις κατάλληλες ερωτήσεις και συνδυάζοντας πληροφορίες από τα ιατρικά αρχεία του ασθενούς (βιβλιάριο υγείας, προηγούμενες νοσηλείες) είναι δυνατό πολλές φορές να οδηγηθεί ο SPTsαλλεργιολόγος στη σωστή διάγνωση, και οι σχετικές εξετάσεις να γίνουν μόνο προς επιβεβαίωση της διάγνωσης αυτής.

β. με τις δερματικές δοκιμασίες– για τη διάγνωση της φαρμακευτικής αλλεργίας χρησιμοποιούνται 3 κατηγορίες δερματικών δοκιμασιών, δηλαδή οι δερματικές δοκιμασίες νυγμού, οι ενδοδερμικές δοκιμασίες και οι επιδερμικές δοκιμασίες με χρήση ειδικών αυτοκόλλητων δίσκων. Στις δερματικές δοκιμασίες νυγμού τοποθετείται μια σταγόνα του υπό εξέταση φαρμάκου στην έσω επιφάνεια του μπράτσου του ασθενή και με μια μικρή καρφίδα γίνεται ένα ελάχιστο τσίμπημα ώστε το φάρμακο να εισέλθει APTsστο δέρμα. Για μεγαλύτερη ακρίβεια απαιτείται  να ακολουθήσουν οι ενδοδερμικές δοκιμασίες, που πραγματοποιούνται με μια μικρή ενδοδερμική ένεση του φαρμάκου στο μπράτσο του ασθενούς (όπως γίνεται η δοκιμασία mantoux για τη διάγνωση της φυματίωσης). Σε ορισμένες περιπτώσεις γίνονται και οι επιδερμικές δοκιμασίες όπου τα φάρμακα εφαρμόζονται σε ειδικούς αυτοκόλλητους δίσκους και στη συνέχεια τοποθετούνται στην πλάτη του ασθενούς για 48 ώρες, οπότε αφαιρούνται και το αποτέλεσμα αξιολογείται 24 ώρες μετά την αφαίρεση.

γ. με ειδικές εξετάσεις αίματος– η ανίχνευση των αντισωμάτων για τις άμεσου τύπου αλλεργικές αντιδράσεις γίνεται, εκτός από τα δερματικά test, και με ειδικές εξετάσεις αίματος, με τη μέθοδο RAST ή CAP. Οι δερματικές δοκιμασίες και οι εξετάσεις αίματος έχουν ρόλο συμπληρωματικό και σε καμία περίπτωση δεν αντικαθιστά η μία εξέταση την άλλη.

δ. με την ειδική δοκιμασία πρόκλησης με φάρμακο- αφού ολοκληρωθεί όλος ο ανωτέρω έλεγχος και εφόσον πληρούνται συγκεκριμένες ενδείξεις ο ειδικός αλλεργιολόγος προβαίνει στην ελεγχόμενη χορήγηση του φαρμάκου που πιθανολογείται ότι συμμετέχει στην αλλεργία, για να την επιβεβαιώσει ή να την αποκλείσει. Αυτός ο τρόπος αξιολόγησης είναι η καλύτερη μέθοδος διάγνωσης και εφαρμόζεται μόνο μετά από ενδελεχή έλεγχο με δερματικά test και εξετάσεις αίματος και μόνο από ειδικούς αλλεργιολόγους, που είναι κατάλληλα εκπαιδευμένοι τόσο στην τεχνική της δοκιμασίας πρόκλησης  όσο και στην αντιμετώπιση πιθανών αντιδράσεων κατά τη διενέργειά της.

4.4/5 - (10 votes)
Print Friendly, PDF & Email