Όλοι μας έχουμε ακούσει τον όρο δυσανεξία σε τροφές. Πόσοι όμως από εμάς πραγματικά καταλαβαίνουν τι είναι η δυσανεξία;
Ας πάρουμε για παράδειγμα την πιο συχνή μορφή δυσανεξίας, που είναι η δυσανεξία στη λακτόζη. Η λακτόζη είναι ένα σάκχαρο του γάλακτος. Κάθε σάκχαρο διασπάται στο έντερο του ανθρώπου από το αντίστοιχο ένζυμο, έτσι ώστε να μπορέσει να απορροφηθεί και να αποτελέσει ένα θρεπτικό συστατικό. Αν δεν διασπαστεί σε μικρότερα κομμάτια δεν μπορεί να απορροφηθεί. Στην περίπτωση της λακτόζης το ένζυμο που είναι υπεύθυνο για τη διάσπαση ονομάζεται λακτάση. Κάθε άνθρωπος, λαμβάνοντας υπόψιν και γενετικά χαρακτηριστικά (δηλαδή την κατασκευή του εντέρου που κληρονομείται γονιδιακά), γεννιέται έχοντας διαφορετική ποσότητα λακτάσης στο έντερό του. Σε κάποιους ανθρώπους, σταδιακά εξαντλούνται τα αποθέματα λακτάσης στο έντερό τους, με αποτέλεσμα όταν πίνουν γάλα η λακτόζη να μην διασπάται λόγω της ανεπαρκούς ποσότητας λακτάσης. Η περίσσεια της λακτόζης που μένει στο έντερο και δεν απορροφάται προκαλεί συμπτώματα όπως φουσκώματα, αέρια, πόνο στην κοιλιά ή διάρροια.Σε καμία περίτπωση δεν κινδυνεύει η ζωή κάποιου από την δυσανεξία.
Είναι αλλεργία; Στα συμπτώματα της δυσανεξίας δεν συμμετέχει το ανοσοποιητικό σύστημα (δηλαδή η άμυνα του οργανισμού με τα αντισώματά της ή τα ειδικά κύτταρά της). Τα συμπτώματα παράγονται καθαρά από ωσμωτικούς μηχανισμούς, διότι η παρουσία άπεπτης λακτόζης στο έντερο “τραβάει” και περισσότερο νερό (που κανονικά απορροφάται) με αποτέλεσμα να προκαλείται διάρροια. Επίσης τα μικρόβια του εντέρου διασπούν τη λακτόζη και παράγονται αέρια με αποτέλεσμα τα φουσκώματα. Πρέπει λοιπόν να διαχωρίσουμε την δυσανεξία στις τροφές από την τροφική αλλεργία. Η τροφική αλλεργία είνια μια δυνητικά επικίνδυνη κατάσταση κατά την οποία τα συμπτώματα προκύπτουν με τη μεσολάβηση ανοσολογικών μηχανισμών (αντισωμάτων ή ειδικών κυττάρων ή και των δύο), δηλαδή τα συμπτώματα τα προκαλεί η ίδια η άμυνα του οργανισμού.
Είναι συχνή η δυσανεξία; Η αλήθεια είναι οτι πρόκειται για συχνή κατάσταση στους ενήλικες με τις περισσότερες αναφορές να συμφωνούν οτι σχεδόν 1 στους 5 ενήλικες στην Ευρώπη και τη Βόρειο Αμερική παρουσιάζει κάποια μορφή δυσαπορρόφησης στη λακτόζη. Προσοχή όμως: αυτό δεν σημαίνει οτι 1 στους 5 “τρέχει κατευθείαν στην τουαλέτα” μόλις πιει ένα ποτήρι γάλα! Όπως με όλες τις παθήσεις έτσι και η δυσανεξία έχει διάφορες διαβαθμίσεις. Λίγοι είναι οι ασθενείς που έχουν τόσο μεγάλου βαθμού δυσανεξία που δεν ανέχονται ένα ποτήρι γάλα (σε αντίθεση με οτι πιστεύουν οι περισσότεροι, η πλειονότητα των ασθενών με δυσανεξία ανέχονται 1-2 ποτήρια γάλα την ημέρα χωρίς πρόβλημα!). Όσον αφορά τα νεογνά και βρέφη, η συγγενής έλλειψη λακτάσης που προκαλεί βαρειά δυσανεξία στη λακτόζη είναι μια εξαιρετικά σπάνια κατάσταση που μεταδίδεται κατά τον αυτοσωματικό υπολειπόμενο τρόπο. Τα προσβεβλημένα νεογνά έχουν διάρροια από την γέννηση και η κατάσταση αντιμετωπίζεται με γάλα ελεύθερο λακτόζης.
Πως γίνεται η διάγνωση της δυσανεξίας; Ο καλύτερος τρόπος για την επιβεβαίωση της υποψίας που προκύπτει από το ιστορικό είναι η δοκιμασία ανοχής λακτόζης: διεξάγεται με τη λήψη από τον ασθενή 1 λίτρου γάλακτος με άδειο στομάχι (περιέχει 50 γραμμάρια λακτόζης). Τα διάφορα τεστ που κυκλοφορούν στην αγορά, και που υπόσχονται διάγνωση της δυσανεξίας με μέτρηση της λακτάσης ή άλλες μεθόδους, είναι εξαιρετικά αμφίβολης αποτελεσματικότητας και στερούνται επιστημονικής ακρίβειας.
Είναι πρόβλημα η δυσανεξία στη λακτόζη; Όχι, γιατί δεν είναι επικίνδυνη, όπως η τροφική αλλεργία. Οι “ασθενείς” με δυσανεξία συνήθως καταλαβαίνουν από την εμπειρία τους οτι τα συμπτώματά τους προκαλούνται από τα γαλακτοκομικά (με λακτόζη) και τα αποφεύγουν. Επιπλέον, αν κάποιος με δυσανεξία επιμείνει και καταναλώνει μικρές ποσότητες γαλακτοκομικών με λακτόζη σιγά-σιγά αναπτύσσεται όλο και μεγαλύτερη ανοχή λόγω προσαρμογής της μικροβιακής χλωρίδας.
Άλλη μορφή δυσανεξίας είναι η δυσανεξία στη φρουκτόζη, ενός απλού μονοσακχαρίτη που βρίσεκται σε φρούτα ή προστίθεται τεχνητά για τη γλυκιά γεύση που προσδίδει σε τρόφιμα.