Η αύξηση της δόσης των εισπνεόμενων κορτικοστεροειδών στα ασθματικά παιδιά με τα πρώτα σημάδια επιδείνωσης των συμπτωμάτων είναι κοινή πρακτική στην κλινική πράξη. Οι ασθματικές παροξύνσεις στα παιδιά είναι συχνές και δαπανηρές και για να τις αποτρέψουν, πολλοί επαγγελματίες υγείας προτείνουν να αυξηθούν οι δόσεις εισπνεόμενων στεροειδών από χαμηλές σε υψηλές στα πρώτα συμπτώματα επιδείνωσης. Μέχρι τώρα, η ασφάλεια και η αποτελεσματικότητα αυτής της στρατηγικής σε παιδιά με ήπιο έως μέτριο άσθμα δεν είχαν διερευνηθεί αυστηρά. Μια πρόσφατη μελέτη που δημοσιεύτηκε στο τελευταίο τεύχος του New England Journal of Medicine έρχεται να αμφισβητήσει την κοινή αυτή πρακτική.
Η ερευνητική ομάδα μελέτησε 254 παιδιά ηλικίας 5 έως 11 ετών με ήπιο-μέτριο άσθμα. Όλα τα παιδιά υποβλήθηκαν σε θεραπεία με εισπνεόμενα κορτικοστεροειδή χαμηλής δόσης. Από τα πρώτα συμπτώματα παρόξυνσης του άσθματος, που ορισμένα παιδιά βίωσαν πολλές φορές καθ ‘όλη τη διάρκεια του έτους, οι ερευνητές συνέχισαν να χορηγούν χαμηλές δόσεις εισπνεόμενων στεροειδών στα μισά παιδιά και αύξησαν σε υψηλές δόσεις εισπνεόμενων στεροειδών (πέντε φορές την κανονική δόση) το άλλο μισό, δύο φορές την ημέρα για επτά ημέρες κατά τη διάρκεια κάθε επεισοδίου. Αν και τα παιδιά στην ομάδα υψηλών δόσεων έλαβαν κατά 14% περισσότερα εισπνεόμενα στεροειδή από την ομάδα χαμηλών δόσεων, ωστόσο δεν αντιμετώπισαν λιγότερες παροξύνσεις. Ο αριθμός των συμπτωμάτων άσθματος, ο χρόνος μέχρι την πρώτη σοβαρή παρόξυνση και η χρήση της αλβουτερόλης ήταν παρόμοια μεταξύ των δύο ομάδων.
Επιπλέον, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι ο ρυθμός ανάπτυξης των παιδιών στην ομάδα στρατηγικής υψηλής δόσης ήταν περίπου 0,23 εκατοστά ετησίως μικρότερος από τον ρυθμό για τα παιδιά στην ομάδα στρατηγικής χαμηλής δόσης, παρόλο που οι θεραπείες υψηλής δόσης χορηγήθηκαν κατά μέσο όρο μόνο περίπου δύο εβδομάδες το χρόνο. Ενώ η διαφορά ανάπτυξης είναι μικρή, το εύρημα επιβεβαιώνει ευρήματα από προηγούμενες μελέτες που δείχνουν ότι τα παιδιά που λαμβάνουν εισπνεόμενα κορτικοστεροειδή για το άσθμα μπορεί να έχουν μικρή αρνητική επίδραση στον ρυθμό ανάπτυξης.
Συμπερασματικά, διαπιστώθηκε ότι ο πενταπλασιασμός της δόσης των εισπνεόμενων στεροειδών δεν αποτρέπει αποτελεσματικά τη σοβαρή παρόξυνση ενώ επιπλέον μπορεί να σχετίζεται και με αρνητική επίπτωση στην ανάπτυξη του παιδιού. Μελέτες όπως αυτή επιτρέπουν να λαμβάνουμε τεκμηριωμένες αποφάσεις σχετικά με τη θεραπεία των μικρών μας ασθενών και μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την ανάπτυξη κατευθυντήριων γραμμών για τα παιδιά με άσθμα.