Η επίπτωση των αλλεργικών νοσημάτων έχει αυξηθεί κατακόρυφα τις τελευταίες δεκαετίες, προκαλώντας έτσι σημαντικό κοινωνικό-οικονομικό κόστος. Ως εκ τούτου, οι ερευνητές επιτείνουν την προσπάθειά τους να ανακαλύψουν νέες στρατηγικές πρόληψης αλλά και θεραπείας αυτών των νοσημάτων. Μία νεώτερη έρευνα απ’το University of Eastern Finland δείχνει ότι υπάρχει διασύνδεση μεταξύ της ανοσολογικής απάντησης και της έκθεσης σε ποικιλία περιβαλλοντικών παραγόντων από νωρίς στη ζωή . Οι παράγοντες που μελετήθηκαν εκτενέστερα είναι: οι μαιευτικοί παράγοντες ( όπως η συχνότητα των καισαρικών τομών και της νοσηλείας σε Μονάδες Εντατικής Νοσηλείας Νεογνών ), η έκθεση σε σκόνη φάρμας και η ατμοσφαιρική ρύπανση.
Υπάρχουν σαφείς ενδείξεις ότι η πρώιμη έκθεση σε διάφορους περιβαλλοντικούς παράγοντες μπορεί να αλλάξει τον κίνδυνο εμφάνισης της αλλεργίας. Ένας από αυτούς τους παράγοντες είναι η ζωή στις φάρμες. Η έκθεση σε περιβάλλον φάρμας στην παιδική ηλικία, ακόμα και πριν τη γέννηση, φαίνεται να μειώνει τον κίνδυνο αλλεργικών νοσημάτων. Αντιθέτως, η γέννηση με καισαρική τομή έχει αναγνωριστεί ως παράγοντας κινδύνου για την αλλεργία. Ο ρόλος άλλων μαιευτικών και γενετικών παραγόντων δεν είναι καλά μελετημένος. Ένας άλλος επιβλαβής παράγοντας είναι η ατμοσφαιρική ρύπανση, και πιο ειδικά η έκθεση σε μικρο-σωματίδια ύλης, που φαίνεται να αυξάνει την επίπτωση του άσθματος και των παροξύνσεων στην παιδική ηλικία. Παρ’όλα αυτά ο υποκείμενος μηχανισμός δράσης τους δεν έχει πλήρως διαλευκανθεί κι αυτό αποτελεί μία από τις αιτίες καθυστέρησης στην ανάπτυξη προληπτικής στρατηγικής απέναντι στο άσθμα.
Οι έως τώρα μελέτες δείχνουν ότι η ανοσολογική ανάπτυξη και ωρίμανση ξεκινά ήδη από την εγκυμοσύνη και την πρώτη παιδική ηλικία. Γι’ αυτό, η έκθεση σε περιβαλλοντικούς παράγοντες σ’αυτό το κρίσιμο στάδιο της ανοσολογικής ανάπτυξης μπορεί να τροποποιήσει την ανοσολογική απάντηση και τα άνοσο-δραστικά κύτταρα κι έτσι να επηρεάσει τον κίνδυνο εμφάνισης των αλλεργικών αλλά και άλλων νοσημάτων του ανοσοποιητικού συστήματος.
Η έρευνα του Πανεπιστημίου της Φινλανδίας επικεντρώθηκε στους τρεις διαφορετικούς παράγοντες έκθεσης: έναν προστατευτικό για το άσθμα ( ζωή στη φάρμα ) και δύο που προδιαθέτουν σε άσθμα ( καισαρική τομή και ατμοσφαιρική ρύπανση ). Μελετήθηκαν λοιπόν τα ακόλουθα:
1) κατά πόσο τα κυκλοφορούντα άνοσο-δραστικά κύτταρα σχετίζονται με την αγροτική ζωή, το άσθμα και την ατοπία, 2) κατά πόσο οι μαιευτικοί παράγοντες επηρεάζουν την ανοσολογική απάντηση, στην εφηβεία, των παιδιών που γεννήθηκαν με καισαρική τομή και 3) κατά πόσο η ζωή στις φάρμες και η εισπνοή του αέρα στις πόλεις επηρεάζουν τα κυκλοφορούντα άνοσο-δραστικά κύτταρα στην παιδική ηλικία.
Για να απαντήσουν σ’ αυτές τις ερωτήσεις, οι ερευνητές μελέτησαν τη συσχέτιση μεταξύ έκθεσης και ανοσολογικής απάντησης. Μελετήθηκαν:
1) τα κυκλοφορούντα άνοσο-δραστικά κύτταρα σε δύο υποομάδες παιδιών ηλικίας 6 ετών, η μία περιελάμβανε παιδιά που ζούσαν σε φάρμες και η άλλη παιδιά που ζούσαν σε πόλεις.
2) η έκκριση μεσολαβητών από διεγερμένα και μη-διεγερμένα μονοπύρηνα του περιφερικού αίματος ( PBMCs ), σε εφήβους, για να διερευνηθεί κατά πόσο η καισαρική τομή επηρεάζει την ανοσολογική απάντηση σε μεγαλύτερη ηλικία και τέλος:
3) PBMCs παιδιών ηλικίας 4 ετών διεγερμένα με σκόνη φάρμας και με μικρο-σωματίδια ύλης για να διερευνηθούν οι ανοσολογικές αντιδράσεις μεταξύ των δύο διαφορετικών περιβαλλοντικών παραγόντων
Οι περιβαλλοντικοί παράγοντες που μελετήθηκαν συσχετίστηκαν με την εμφάνιση άσθματος.
Προέκυψαν τα ακόλουθα συμπεράσματα:
α) αντίστροφη συσχέτιση μεταξύ έκθεσης στη σκόνη φάρμας και στην εμφάνιση άσθματος στη μία υποομάδα παιδιών που μελετήθηκαν δείχνει ότι υπάρχει κάποιος ρόλος περιβαλλοντικής άνοσο-τροποποίησης
β) η χαμηλή συχνότητα φυσιολογικών τοκετών και η αυξημένη συχνότητα νοσηλείας σε μονάδες εντατικής θεραπείας των νεογνών φαίνεται ότι οδηγεί σε μακροχρόνιες αλλαγές στις ανοσολογικές απαντήσεις
γ) οι παρατηρήσεις ότι η σκόνη φάρμας διεγείρει, ενώ τα μικρο-σωματίδια ύλης αναστέλλουν την ανοσολογική απάντηση , υποδεικνύουν ότι οι περιβαλλοντικοί παράγοντες μπορούν να τροποποιούν τις αντιδράσεις απέναντι στα περιβαλλοντικά παθογόνα και αλλεργιογόνα αντίστοιχα.
Η μελέτη συμπερασματικά έδειξε συσχέτιση μεταξύ διαφορετικών παραγόντων περιβαλλοντικής έκθεσης και ανοσολογικής απάντησης ex vivo και in vitro. Κάποιες από τις αλλαγές στο ανοσοποιητικό σύστημα εκδηλώνονται μέχρι την εφηβεία. Η μελέτη αποκάλυψε μερικούς από τους δυνητικούς ανοσολογικούς μηχανισμούς πίσω από κάθε διαφορετική έκθεση σε περιβαλλοντικούς παράγοντες, που είτε προστατεύουν ή προδιαθέτουν στην εμφάνιση άσθματος. Επιπροσθέτως, η νεώτερη μεθοδολογική προσέγγιση ανέδειξε νέες προοπτικές, που μπορούν να χρησιμοποιηθούν όταν μελετώνται νοσήματα του ανοσοποιητικού που σχετίζονται με το περιβάλλον, αλλά και οι μηχανισμοί παθογένειας τους. Αυτές οι μελέτες προτείνουν ότι τα εξαγόμενα δεδομένα τους όταν συγκρίνονται με άλλα αντίστοιχων μελετών, μπορούν να οδηγήσουν στην ανακάλυψη νέων ανοσολογικών μονοπατιών και να προσφέρουν γνώσεις για καινούρια εργαλεία ως προς την εκτίμηση κινδύνου και την ανάπτυξη στρατηγικών πρόληψης.