Ο επιπολασμός του παιδικού άσθματος αυξήθηκε δραματικά την τελευταία εικοσαετία. Η αύξηση αυτή, η νοσηρότητα, αλλά και τα κόστη για την υγεία είχαν ως αποτέλεσμα να επικεντρωθεί έντονο επιστημονικό ενδιαφέρον πάνω στους παράγοντες κινδύνου και τους παράγοντες που θα μπορούσαν να διαδραματίσουν προστατευτικό ρόλο στο παιδικό άσθμα. Ωστόσο υπάρχουν ακόμα πολλές άγνωστες πτυχές και ο ρόλος των παραγόντων αυτών είναι μάλλον δύσκολο να διευκρινιστεί πλήρως με αποτέλεσμα πολλές παρεμβάσεις να μην μπορούν να στηριχθούν σε στιβαρά επιστημονικά δεδομένα. Πρόσφατα δημοσιεύτηκε στο JACI in practice μια ενδιαφέρουσα μετα-ανάλυση που έχει ως στόχο να ανασκοπήσει τις πιο αξιόλογες δημοσιεύσεις ώστε να συνοψίσει τι γνωρίζουμε μέχρι σήμερα.
Οικογενειακό ιστορικό και προγεννητικοί παράγοντες
Σύμφωνα με τα μέχρι τώρα δεδομένα το οικογενειακό ιστορικό άσθματος στον πατέρα ή στη μητέρα είναι ισχυρός παράγοντας κινδύνου (OR or RR ≥ 2) για την εμφάνιση παιδικού άσθματος. Πρόκειται φυσικά για μη τροποποιήσιμο παράγοντα κινδύνου.
Η αύξηση βάρους και η παχυσαρκία της μητέρας κατά την εγκυμοσύνη, η χρήση παρακεταμόλης στη διάρκεια της κύησης, το stress της εγκυμονούσας και η χρήση αντιβιοτικών ενδέχεται να αυξάνουν τον κίνδυνο αλλά δεν υπάρχουν ακόμα αξιόπιστα δεδομένα.
Αντίθετα, η έλλειψη βιταμίνης D (25(OH)D < 30 ng/mL) στην εγκυμονούσα δεν είναι πιθανό να έχει κλινικά σημαντική επίδραση στην ανάπτυξη άσθματος στο παιδί. Ωστόσο θα πρέπει να γίνουν μεγαλύτερες μελέτες.
Σε ό,τι αφορά τα επίπεδα του φυλλικού οξέος και τη δίαιτα της εγκυμονούσας δεν υπάρχουν ενδείξεις από τα σημερινά δεδομένα ότι επηρεάζει την εμφάνιση άσθματος στο παιδί.
Περιγεννητικοί παράγοντες
Υπάρχουν αρκετά ισχυρές ενδείξεις ότι 3 περιγεννητικοί παράγοντες έχουν κάποια επίδραση στην αύξηση κινδύνου εμφάνισης άσθματος στην παιδική ηλικία: γέννηση με καισαρική τομή, προωρότητα και χαμηλό βάρος γέννησης.
Παράγοντες που επιδρούν μετά τη γέννηση
Ένας από τους πιο πιθανούς ισχυρούς παράγοντες κινδύνου για την εμφάνιση άσθματος σε παιδική ηλικία είναι η σοβαρή λοίμωξη από RSV στους πρώτους μήνες ζωής. Η επιβεβαίωση της αιτιολογικής σχέσης αναμένεται από μελέτες που θα βασιστούν στην πρόληψη μέσω εμβολιασμού ή θεραπείας.
Υψηλής ποιότητας δεδομένα υποστηρίζουν ότι η παιδική παχυσαρκία και η ενδοοικιακή έκθεση σε μούχλα (μύκητες) είναι πιθανοί παράγοντες κινδύνου.
Υπάρχουν αρκετά δεδομένα πάνω στην επίδραση της περιβαλλοντικής ρύπανσης, τα οποία όμως θα πρέπει να επιβεβαιωθούν από καλύτερα σχεδιασμένες και μακροχρόνιες μελέτες.
Υψηλής ποιότητας δεδομένα υποστηρίζουν ότι η ζωή σε φάρμα και συνεπώς η έκθεση στο χαρακτηριστικό μικροβιακό περιβάλλον της έχει κάποια προστατευτική επίδραση στην εμφάνιση άσθματος, ιδίως στα παιδιά σχολικής ηλικίας. Αν και υπάρχουν κάποια δεδομένα πάνω στη θετική επίδραση που θα μπορούσε να έχει η μείωση των ενδοοικιακών αλλεργιογόνων, οι μελέτες αυτού του είδους είναι γενικά προβληματικές και τα κόστη σχεδόν απαγορευτικά. Συνεπώς δεν αναμένονται σημαντικά βήματα προς αυτήν την κατεύθυνση.
Τέλος, παραμένουν αναπάντητα τα ερωτήματα πάνω στο ρόλο που μπορεί να διαδραματίσουν ο εμβολιασμός BCG, ο θηλασμός, ο χρόνος και ο τρόπος εισαγωγής των στερεών τροφών, η δίαιτα (π.χ. η μεσογειακή), η πρόωρη εμμηναρχή και η έκθεση στο PVC στην εμφάνιση παιδικού άσθματος. Αναμένονται τα αποτελέσματα μακροχρόνιων μελετών που θα βοηθήσουν στη διαλεύκανση του ρόλου αυτών των παραγόντων. Αντίθετα τα μέχρι σήμερα δεδομένα δεν υποστηρίζουν κάποιο ρόλο των αντιβιοτικών και των προβιοτικών στην εμφάνιση ή την πρόληψη του παιδικού άσθματος.
Συνοψίζοντας θα λέγαμε ότι σήμερα οι καλύτερα τεκμηριωμένοι παράγοντες κινδύνου για την εμφάνιση παιδικού άσθματος είναι το άσθμα στη μητέρα ή τον πατέρα, η περιβαλλοντική έκθεση στον καπνό του τσιγάρου και η προωρότητα. Κάποιοι τροποποιήσιμοι παράγοντες κινδύνου κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης όπως η αύξηση βάρους, η χρήση αντιβιοτικών, παρακεταμόλης και το μητρικό stress ενδέχεται να έχουν επίδραση στον κίνδυνο εμφάνισης άσθματος. Τέλος υπάρχουν ενδείξεις ότι περιγεννητικοί παράγοντες όπως η καισαρική τομή και παράγοντες που επιδρούν μετά τη γέννηση όπως η λοίμωξη από RSV, η παχυσαρκία, η ρύπανση κ.α. διαδραματίζουν κάποιο ρόλο, ωστόσο ο αυτός θα πρέπει να διευκρινιστεί καλύτερα στο μέλλον.