Το άσθμα είναι μια από τις πιο συχνές χρόνιες παθήσεις κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Στις περισσότερες περιπτώσεις, οι έγκυες γυναίκες πρέπει να διαχειρίζονται την ασθένειά τους μέσω της χρήσης φαρμάκων με τον ίδιο τρόπο όπως και οι γυναίκες που δεν είναι έγκυες.
Σύμφωνα με μια πρόσφατη μελέτη που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Journal of Allergy and Clinical Immunology (JACI), οι γυναίκες με ανεπαρκή έλεγχο του άσθματος κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης είναι πιο πιθανό να έχουν παιδιά που θα εμφανίσουν άσθμα σε νεαρή ηλικία. Στη μελέτη αυτή οι ερευνητές του Πανεπιστημίου Aarhus στη Δανία και της Ιατρικής Σχολής του Icahn στο Mount Sinai της Νέας Υόρκης εξέτασαν στοιχεία από 7.188 παιδιά που γεννήθηκαν στη Δανία από μητέρες με άσθμα κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης τους. Οι μητέρες κατηγοριοποιήθηκαν σε τέσσερις ομάδες βάσει της σοβαρότητας και του επιπέδου ελέγχου του άσθματος κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης τους. Διαπίστωσαν ότι οι μητέρες που είχαν ήπιο ανεξέλεγκτο άσθμα, μέτριο έως σοβαρό ελεγχόμενο άσθμα ή μέτριο έως σοβαρό ανεξέλεγκτο άσθμα κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης είχαν περισσότερες πιθανότητες να έχουν παιδιά με επίμονο άσθμα πρώιμης έναρξης σε σύγκριση με μητέρες που είχαν ήπιο και ελεγχόμενο άσθμα κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Οι ερευνητές ανέφεραν ξεχωριστές μελέτες που αναδεικνύουν ότι το 24% των γυναικών δεν λαμβάνουν τα συνταγογραφούμενα αντιασθματικά τους φάρμακα κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και η συχνότητα της κακής τεχνικής εισπνοής κυμαίνεται από 41% έως 54%. Λόγω αυτής της απόκλισης, οι συγγραφείς τονίζουν ότι οι επαγγελματίες υγείας πρέπει να είναι προσεκτικοί και να ενθαρρύνουν τη σωστή χρήση φαρμάκων.
“Οι τρέχουσες γνώσεις σχετικά με τη σχέση μεταξύ της σοβαρότητας και του ελέγχου του μητρικού άσθματος και του άσθματος των απογόνων είναι ανεπαρκείς”, δήλωσε ο επικεφαλής συγγραφέας Xiaoqin Liu. “Το μη ελεγχόμενο μητρικό άσθμα μπορεί να επηρεάσει το άσθμα του απογόνου μέσω γενετικής προδιάθεσης αλλά και περιβαλλοντικής εκθέσης τόσο κατά τη διάρκεια της ενδομήτριας ζωής όσο και στα πρώτα χρόνια ζωής”. Ως εκ τούτου, ο κακός έλεγχος του άσθματος αποτελεί έναν παράγοντα κινδύνου που μπορεί να ελεγχθεί με τις σωστές παρεμβάσεις στην κλινική πράξη και είναι ένα πεδίο για πιθανή πρόληψη του άσθματος στις μελλοντικές γενιές.